- ἀπιστοῦντες
- ἀπιστέωto bepres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
невѣровати — НЕВѢР|ОВАТИ (37), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Не верить; сомневаться: си же въ •л҃• лѣ(т) пока˫авъшиихъсѧ. о нечистотѣ юже невѣжьствъмь съдѣ˫аша. не подобаѥть невѣровати намъ. (ἀμφιβολλειν) КЕ XII, 181б; аще межю двѣма нѣкыма будеть потѧзаниѥ. за нѣкоѥ имѣниѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μαλκίω — (Α) 1. κοκαλώνω από το ψύχος, παγώνω («αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) 2. παραλύω, όπως ο ναρκωμένος από το ψύχος («ταῡτα τοίνυν πάσχοντες ἅπαντες, μέλλομεν καὶ μαλκίομεν καὶ πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν, ἀπιστοῡντες… … Dictionary of Greek